- χ(ι)λιμιντρίζω
- αμετ. ржать (о лошади)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χ(ι)λιμιντρίζω — χ(ι)λιμίντρησα, και χλιμιντρώ και χλιμιντράω και χιλιμιντρώ χ(ι)λιμίντρησα, χρεμετίζω: Τα άλογα χλιμιντρίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χ(ι)λιμιντρώ — βλ. χ(ι)λιμιντρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)